- ἐξιλάσκομαι
- ἐξ-ιλάσκομαι, mit sich aussöhnen, versöhnen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εξιλάσκομαι — ἐξιλάσκομαι (AM) [ιλάσκομαι] εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.) μσν. παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός αρχ. 1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας») 2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας… … Dictionary of Greek
ἐξιλάσκομαι — ἐξῑλάσκομαι , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλάσκεσθε — ἐξῑ̱λάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate pres imperat mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 2nd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλασκόμεθα — ἐξῑ̱λασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 1st pl ἐξῑλασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 1st pl ἐξῑλασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλάσασθε — ἐξῑλάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor imperat mid 2nd pl ἐξῑ̱λάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd pl ἐξῑλάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλασκόμενον — ἐξῑλασκόμενον , ἐξιλάσκομαι propitiate pres part mp masc acc sg ἐξῑλασκόμενον , ἐξιλάσκομαι propitiate pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλασάμην — ἐξῑ̱λασάμην , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 1st sg ἐξῑλασάμην , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλασόμεθα — ἐξῑλασόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate aor subj mid 1st pl (epic) ἐξῑλασόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλάσαντο — ἐξῑ̱λάσαντο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd pl ἐξῑλάσαντο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλάσατο — ἐξῑ̱λάσατο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd sg ἐξῑλάσατο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλάσεται — ἐξῑλάσεται , ἐξιλάσκομαι propitiate aor subj mid 3rd sg (epic) ἐξῑλάσεται , ἐξιλάσκομαι propitiate fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)